Τσιγγάνος

Τσιγγάνος
Τσιγγάνος, ο και Τσιγγάνος, ο και Ατσίγγανος, ο θηλ. -άνα
1. αυτός που ανήκει στη γνωστή φυλή ινδικής καταγωγής, που περιπλανιέται διασκορπισμένη σε όλη την οικουμένη, Γύφτος, Κατσίβελος.
2. μτφ., άνθρωπος που έχει τις ιδιότητες του Τσιγγάνου, βρόμικος, απεριποίητος, αναξιοπρεπής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τσιγγάνος — ο, θηλ. Τσιγγάνα, Ν στον πληθ. οι Τσιγγάνοι εθνολ. καυκασοειδής λαός με σκουρόχρωμο δέρμα, ο οποίος προέρχεται από τη βόρεια Ινδία, αλλά σήμερα ζει διάσπαρτος σε όλες τις κατοικούμενες περιοχές τού πλανήτη και κυρίως στην Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • цыган — мн. цыгане, укр. циган, блр. цыган, др. русск. цыгане мн. (Поздняков, 1558 г., 8), ср. болг. ациганинъ (Мi. LР 9), болг. циганин, сербохорв. ци̏ганин. Заимств. через ср. греч. τσίγγανος, стар. ἀτσίγγανος цыган , которое возводится к ср. греч.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • γύφτος — ο, θηλ. γύφτισσα (Μ γύφτος) 1. αθίγγανος, τσιγγάνος 2. σιδεράς 3. γανωτής, χαλκοματάς 4. άνθρωπος πολύ μελαχρινός 5. ρυπαρός, ακάθαρτος, βρομιάρης, ατημέλητος 6. άξεστος 7. τσιγγούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος, με σίγηση τού αρκτικού Αι και τροπή… …   Dictionary of Greek

  • κατσίβελος — ο, θηλ. κατσιβέλα 1. γύφτος, τσιγγάνος 2. άνθρωπος που έχει τις ιδιότητες τών τσιγγάνων, που δεν έχει μόνιμη στέγη 3. βρόμικος, ατημέλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < ιταλ. cattiv ello «σκλάβος, δυστυχής». Κατ άλλη άποψη < βλαχ. cacivel < …   Dictionary of Greek

  • μποέμ — (boheme). Γαλλικός όρος που χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες για να προσδιορίσει έναν ιδιόρρυθμο τρόπο ζωής, γεμάτο αμεριμνησία, φαντασία, προσωρινότητα και αταξία, χαρακτηριστικά γνωρίσματα μερικών κύκλων καλλιτεχνών και διανοουμένων του… …   Dictionary of Greek

  • ντόρτης — ο γύφτος τής περιοχής τής Ευρυτανίας, τσιγγάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. dort «τέσσερα»] …   Dictionary of Greek

  • πρόθεμα — το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν [προτίθημι] νεοελλ. φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. ἀ μείβω, ὄ νομα, ἐ ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α μάχη, α τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από… …   Dictionary of Greek

  • τουρκόγυφτος — ο, θηλ. τουρκογύφτισσα, η, Ν 1. γύφτος, τσιγγάνος μουσουλμάνος 2. μτφ. άνθρωπος άσχημος και βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + γύφτος] …   Dictionary of Greek

  • τσιγγάνικος — η, ο, και τσιγκανικός, ή, ό, Ν [Τσιγγάνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τσιγγάνους (α. «τσιγγάνικο βιολί» β. «τσιγγάνικα έθιμα») 2. φρ. «τσιγγάνικη γλώσσα γλώσσα συνδεδεμένη με τις βόρειες ινδοϊρανικές γλώσσες, που ομιλείται και στις… …   Dictionary of Greek

  • τσιγγανάκι — και τσιγκανάκι, το, Ν μικρός τσιγγάνος, παιδί τσιγγάνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”